-
Recent Posts
Recent Comments
pavlos pitselas on Οι Δρο(ύ)γγοι του Μορέα mukigr on Οι 12 Βαρονίες aphrodite's child on Βαρονία Καλαβρύτων nikoletta on Βαρονία Καλαβρύτων Georgios Papamarkos… on Βαρονία Καλαβρύτων Archives
Categories
Meta
Βαρονία Καλαβρύτων
Τὸν μισὲρ Ὄτον ντὲ Ντουρνᾶ ἐπρόνοιασεν ὡσαύτως
Ἐν πρώτοις ἀπῆρεν μετ᾿ αὐτὸν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου·
Ἐνταῦτα ἦλθαν ἐκ τὸν Μορέαν τοῦ πρίγκιπος μαντᾶτα
Περί το 1288 ένας απογοητευμένος διεκδικητής της Βαρονίας της Καρύταινας, ξάδερφος του πρόσφατα αποθανόντα Βαρόνου της, θα καταφέρει να καταλάβει με δόλο το υψηλής στρατηγικης σημασίας κάστρο του Αγ. Γεωργίου των Σκορτών προσφέροντάς το στους Ρωμιούς του Μύστρά. Πανικόβλητος ο βαϊλος (διοιηκητής) του Πριγκηπάτου ο μισίρ Νικόλας ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ αναμένοντας γενική εισβολή μέσω του αφύλακτου πλέον περάσματος του Αλφειού, συγκεντρώνει εσπευσμένα τις στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη. Και σε αυτό το απόσπασμα του Χρονικού δυνάμεις απο τα Καλάβρυτα δεν αναφέρονται σε αντίθεση με τις γειτονικές βαρονίες της Βοστίτζας και της Χαλανδρίτζας.
Ἐνταῦτα ὁρίζει κ᾿ ἔκραξαν μισὶρ Σιμοῦν ἐκεῖνον,
Posted in Βαρονίες, Χρονικο Μορεως
Tagged Αχαϊα, Βαρονος, Καλαβρυτα, Πρίγκηπας Αχαϊας, Χρονικο Μορεως
3 Comments
Οι Δρο(ύ)γγοι του Μορέα
Η σημερινή ανάρτηση είναι μια εισαγωγική παρουσίαση των Δρο(ύ)γγων του Μορέα το 13ο αι. Ελπίζω σε επόμενες αναρτήσεις να προχωρήσω σε μία πιο αναλυτική παρουσίαση του κάθε Δρόγγου ξεχωριστά όπου θα παρατεθούν πιο αναλυτικά πηγές και αναφορές σχετιζόμενες με το εν λόγω θέμα.
Ο γερμανικής προέλευσης όρος ”δρούγγος” χρησιμοποιήθηκε στη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) διοίκηση για σχεδον 800 χρόνια. Αρχικά (6ο αιώνα) χρησιμοποιήθηκε για την περιγραφή στρατιωτικού σώματος και υποδιαίρεσης στο θεματικό στρατό, μικρότερου από την τούρμα και μεγαλύτερου από το βάνδο, αριθμούσε περίπου 1.000 και αργότερα γύρω στους 100 στρατιώτες. Κατά τα όψιμα Βυζαντινά χρόνια (13ος-14ος αιώνας) ο όρος δρούγγος δηλώνει στρατιωτικό σώμα σε ορεινή περιοχή με καθήκοντα φύλαξης διαβάσεων (κλεισούρες). Σύμφωνα με τον ψευδο-Κωδινό (μέσα 14ου αιώνα) ο Δρουγγάριος καταλαμβάνει την 76η θέση στην κατάταξη της Ρωμαϊκής ιεραρχίας [1].
Στο χρονικόν του Μορέως, ο όρος συναντάται κατά κόρον περιγράφοντας περιοχές του Μορέα. Συχνές είναι αναφορές για τον Δρόγγο των Μελιγών και τον Δρόγγο των Σκορτών, ενώ σποραδικά έχουμε και αναφορές για τους Δρόγγους της Μεγάλης Μαϊνης της Τσακωνίας και του Γαρδαλεβού. Κοινά χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών είναι η ορεινή (μεσο υψόμετρο >700 μ) και δύσβατη τοποθεσία τους, ή η γεγραφική τους απομόνωση (περίπτωση Μεγάλης Μαϊνης). Οι ντόπιοι πληθυσμοί, ορεσίβιοι και σκληροτράχηλοι προβάλλουν πεισματώδη αντίσταση στην Φράγκικη κατάκτηση αρχικά, ενώ μετα την υποταγή τους βρίσκονται σε μόνιμη ‘εξεγερσιακή’ εγρήγορση.
Ο δρόγγος των Σκορτών θα κατακτηθεί έπειτα από μακρά πολιορκία του κάστρου Αρακλόβου, ενώ πεζικό των Μηλίγγων συμμετέχει στη μάχη στον ελαιώνα του Κούντουρα και στην ήττα των ντόπιων Ρωμαίικων δυνάμεων του Μορέα. Οι περιοχές των Μηλίγγων και των Τσακώνων θα περιέλθουν εν τέλει υπό Φράγκικο έλεγχο για περίπου 15 χρόνια (από το 1249 μέχρι το 1263). Στο παρακάτω απόσπασμα του χρονικού του Μορέως διαβάζουμε για την κινητοποίηση των δυνάμεων των Δρούγγων του Μορέα και την συνένωσή τους με τις Ρωμαϊκές (βυζαντινές) δυνάμεις που είχαν αποσταλεί από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο στην προσπάθεια ανακατάληψης του Μορέα από την Αυτοκρατορία (στον απόηχο της μάχης της Πελαγονίας και της αιχμαλωσίας του Πρίγκηπα Γουλιέλμου).
”Τὰ πεζικά τους εἴχασιν ἀρίφνητα σὲ λέγω,
ἐπεὶ εἶχαν τοῦ Γαρδαλεβοῦ σὺν τὰ τῆς Τσακωνίας,
τοῦ δρόγγου γὰρ τοῦ Μελιγοῦ καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης.
Οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν καὶ ἦσαν μετ᾿ ἐκείνους.”
Στον χάρτη που ακολουθεί (Εικ 2) γίνεται μια προσπάθεια απεικόνισης της έκτασης που πιθανόν να καταλάμβαναν οι Δρούγγοι τον 13ο αι. Η χαρτογράφηση βασίστηκε τόσο σε περιγραφές του Χρονικού όσο και στην μορφολογία των εδαφών. Ένα κριτίριο φερ ειπείν ήταν το υψόμετρο των χαρτογραφημένων Δρόγγων να είναι άνω των 500 μέτρων ιδιαίτερα στην περίπτωση των ”Σλαβικής προέλευσης” Δρόγγων. Βέβαια δε θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί ήταν ημινομαδικοί με εποχικές μετατακινήσεις από τα ορεινά στα πεδινά και αντιστρόφως, καθιστόντας πολύ δύσκολη οποιαδήποτε αυστηρή οριοθέτηση περιοχών. Η πυκνότητα των τοπωνυμίων Σλαβικής προέλευσης σε ορεινές περιοχές ήταν ακόμα ένα κριτίριο για την έκταση και την τοποθεσία των Δρόγγων αυτών [2,3].
Η περίπτωση της Μεγάλης Μαϊνης είναι σαφώς ευκολότερη μιας και η μορφολογία της περιοχής υποδυκνύει και την έκταση του εν λόγω Δρόγγου. Τέλος έχουμε τα όρια της περιοχής των Τσακώνων που περιορίζονταν από την Βαρονεία του Γερακίου νοτιοδυτικά, ενώ το νότιο όριο θα ήταν πιθανότατα το διοικητικό κέντρο της Μονεμβασίας. Τα βόρεια σύνορα του Δρόγγου θα έφταναν μέχρι το Φράγκικο κάστρο του Οριόντα (κοντά στο Άστρος) που είχε κτιστεί για τον περιορισμό των κινήσεων τους.
Πιο αναλυτικά συναντάμε :
1) Το Δρόγγο (ή ζυγό) των Μελιγών (Μηλίγγων) στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγετου ή Πενταδάκτυλου όπως ήταν γνωστός τον μεσαίωνα. Το Χρονικό περιγράφοντας την κατάσταση του Δρόγγου περίπου το 1250 δηλαδή λίγο πρίν την προσπάθεια του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου να τον θέσει υπό την κυριαρχία του, αναφέρει
”ὅτι ὁ ζυγὸς τῶν Μελιγῶν ἔνι γὰρ δρόγγος μέγας
κ᾿ ἔχει κλεισοῦρες δυνατὲς καὶ χῶρες γὰρ μεγάλες,
ἀνθρώπους ἀλαζονικοὺς κι οὐ σέβονται ἀφέντην·”
ενώ στη συνέχεια ως επακόλουθο της κατάκτησης του δρόγγου
”ἐδούλωσε τὰ Σκλάβικα κ᾿ εἶχεν τα εἰς θέλημάν του,
καὶ περιεπάτει, ἐχαίρετον ἀπὸ ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
ὡσὰν τὸ ἐκατακύριεψεν καὶ ἀφεντέψε το ὅλον.”
Μετονομασίες:
Τσερνίτσα σε Αρτεμισία, Λιασίνοβα σε Προσήλιον,
Βιδίσοβα σε Δροσοπηγή, Σίτσοβα σε Αλλαγονία,
Τρικότσοβο σε Χαραυγή, Αράχοβα σε Καρυοβούνι,
Μπήλιοβα Γαϊτων σε Κέντρο, Κάμινα Μάλτσινα σε Πλάτωμα,
Νερίντα σε Ανατολικόν, Μπρίντα σε Βόρειον,
Γούρνιτσα σε Αγ. Σοφία, Γιάννιτσα σε Ελαιοχώριον,
Πόλιανα σε Αγ. Νίκων, Σέλιτσα σε Βέργα,
Λιμπόχοβο σε Ζαχαριά, Νιάμιτσα σε Ξερόβρυση,
Πάνιτσα σε Μυρσίνη, Μαλιτσίνα σε Μέλισσα,
Ρόζοβα σε Λεμονιά, Κούμουστα σε Πενταυλοί, Τσέχοβα σε Βαθιά Λάκκα,
2) Το Δρόγγο των Σκορτών στα σύνορα Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Ηλείας. Στο χρονικό έχουμε μια περιγραφή της μορφολογίας του εν λόγω Δρόγγου λίγο μετά τη μάχη του Μακρυπλαγίου (1265) περίοδο κατά την οποία σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση των Σκορτινών αρχόντων, η οποία κατεστάλη από τον Γουλιέλμο με τη βοήθεια Τούρκων μισθοφόρων.
”Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξεν ὅλου του τοῦ φουσσάτου·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πόθεν νὰ σεβοῦσιν
στὸν δρόγγο ἐκεῖνον τῶν Σκορτῶν, διατὶ εἶν᾿ σκληροὶ οἱ τόποι
ἀπὸ βουνία καὶ ἔμπατα κι ἀπὸ σκληρὲς κλεισοῦρες.”
Μετονομασίες:
[Αρκαδία]
Κράμποβος σε Καστανοχώρι, Βοϊοβόντας σε Άρχοντας,
Ζυγοβίστι σε Ζυγό, Αράχωβα σε Λύκαινα,
Ζέρζοβα σε Παναγια, Νέμνιτσα σε Μεθύδριο,
Εγκλένοβα σε Κρυονέρι, Μπρατίτσα σε Παρνασσός,
Μεγάλη Αράχωβα σε Άνω Καρυές, Ζαράκοβα σε Μαίναλο
[Ηλεία]
Σμάρλινα σε Στόμιο, Νίβιτσα σε Λιβαδάκι,
Ζελέχοβα σε Αμυγδαλιές, Γάρδιτσα σε Περιβόλι,
Βερβίτσα σε Πετράλωνα, Παύλιτσα σε Φιγαλεία,
Ζούρτσα σε Νέα Φιγαλεία, Στροβίτσι σε Λέπρεο,
Μουρκίτσα σε Ταξιάρχες, Κοκορίτσα σε Μικροχώρι,
Μουλάτσι σε Ελληνικό
3) Το Δρόγγο του Γαρδαλεβού στην Βόρεια Κυνουρία. Στο χρονικό αναφέρονται οι επαφές του Ρωμαίου (Βυζαντινου) στρατηγόυ Μακρυνού με τους τοπικούς άρχοντες του Δρόγγου του Γαρδαλεβού και της Τσακωνίας προκειμένου να επανέλθουν εκ νέου υπό Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) κυριαρχία (στην προσπάθεια επανάκτησης του Μορέα από τους Φράγκους έπειτα από την μάχη της Πελαγονίας το 1259) δίχως να αυτονομηθούν (δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν) παρέχοντας παράλληλα και στρατιωτική ενίσχυση.
”Τοῦ Δρόγγου, τοῦ Γαρδαλεβοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας
χρυσόβουλλον τοὺς ἤφερεν, ὅλοι νὰ εἶναι ἐγκουσάτοι,
ἄρματα νὰ βασταίνουσιν, δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν.”
Μετονομασίες:
Τζίτζινα σε Πολύδροσο, Τσόρβασι σε Περδικοβρύση,
Δραγαλεβός σε Έλατο, Γάλτενα σε Αετοχώρι,
Άρτσινα σε Προσήλιο, Τρέστενα σε Χάραδρος,
Βέρτζοβα σε Παρθένιο, Ντούμινα σε Βαθειά
ΥΓ: Θα εκτιμούσα ιδιαίτερα οποιαδήποτε κριτική και σχολιασμό πάνω στον χάρτη που παρατείθεται στην σημερινή ανάρτηση
Πηγές
[1]. Κωδινός Κουροπαλάτης. ”Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Kωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας”, Bonn ed., p. 12, 43
[2]. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Βαση δεδομένων σχετικά με αλλαγές ονομασιών σε οικισμούς της Ελλάδος (Πανδέκτης).
[3]. Συγκεκριμενα για Σλαβικά τοπωνύμια στην Πελοπόννησο, Ο Vasmer σημειώνει 94 ονόματα στην Αρκαδία, ενώ στην Κορινθία 24, στην Αργολίδα 18, στην Αχαΐα 95, στην Ήλιδα 34, στην Τριφυλία 42, στη Μεσσηνία 41 καί στή Λακωνία 81 (Βοn, Péloponnèse, σελ. 62 καί σημ. 3)
[4]. Μ. Κορδώσης, Η σλαβική εποίκηση στην Πελοπόννησο με βάση τά σλαβικά τοπωνύμια, Δωδώνη, (1981).
Ο Παλαιόπυργος της Χαλανδρίτσας
Στο κέντρο της κωμόπολης της Χαλανδρίτσας ( 38° 6’30.05″N, 21°47’3.82″E) βρίσκεται το ερείπιο του πύργου που οι ντόπιοι ονομάζουν Παλαιόπυργο. Κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε το κάστρο που αναφέρεται σε πολλές ιστορικές πηγές από την περίοδο της Φραγκοκρατίας και έπειτα. Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή του χρονικού Μορέως χτίστηκε από το φράγκο βαρόνο Robert ή Audebert De Tremolay στα 1209, ενώ σύμφωνα με την αραγωνική εκδοχή στα 1216 από τον Konrad Alleman, πρώτο βαρόνο της Πάτρας. Όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν στο φράγκικο χαρακτήρα του πύργου. Πρόκειται για ένα από τα πιο μικρά κάστρα (ως έδρα βαρόνου) συγκρινόμενο με αυτά που χτίστηκαν στις υπόλοιπες βαρονιές του Μορέα την ίδια περίοδο. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο μικρό μέγεθος (4 φέουδα) και κατά συνέπεια στα περιορισμένα μέσα της Βαρονίας καθώς επίσης και στο γεγονός ότι δε συνόρευε άμεσα με άλλο κράτος.
Η θέση
Ο πύργος δεν βρίσκεται σε φυσικά οχυρή θέση (κορυφή υψώματος, άκρη γκρεμού, όχθη ποταμού) αλλά σε κατωφέρεια με κατεύθυνση βορρά-νότου σε μία νότιο-δυτική παραφυάδα του Παναχαϊκού όρους μαζί με τον υπόλοιπο οικισμό. Η παρουσία παλαιών κτιρίων κοντά στον πύργο, καθώς και η γειτνίαση του με τον δρόμο που οδηγεί στα Καλάβρυτα αποτελούν ενδείξεις ότι ο πύργος από παλιά βρισκόταν στο κέντρο του πολεοδομικού ιστού του οικισμού. Δηλαδή τουλάχιστον στην περίπτωση της Χαλανδρίτσας ο φεουδάρχης δεν βρισκόταν απομονωμένος χωροταξικά από τον υπόλοιπο οικισμό σε κάποιο κάστρο-κορυφή, αλλά ο πύργος του ως ένα ισχυρό σύμβολο της φεουδαρχικής εξουσίας, αποτελούσε ένα από τα κέντρα του οικισμού.
Από τη θέση αυτή ο πύργος επτοπτεύει την πεδιάδα της Χαλανδρίτσας. Η πεδιάδα αυτή αποτελεί ένα χώρο που οριοθετείται βορειοδυτικά από τον Πατραϊκό κόλπο, ανατολικά από τις υπόρειες του Παναχαϊκού, νότια-νοτιοδυτικά από τον Ερύμανθο και τις απολήξεις του (Σανταμέρι – βουνά Ωλενίας) ενώ δυτικά-βορειοδυτικά γειτνιάζει με την μεγάλη πεδιάδα της Ηλείας. Δηλαδή εκτός από τα δυτικά-βορειοδυτικά πρόκειται για μία σαφώς γεογραφικά καθορισμένη περιοχή η οποία αποτελούσε τη βαρονία της Χαλανδρίτσας (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση σχετικά με την ιστορία της Βαρονίας). Την πεδιάδα αυτή διατρέχει ο ποταμός Πείρος, ένας μικρός παραπόταμος του οποίου περνά μέσα από τη Χαλανδρίτσα σε μικρή απόσταση (90 μ) από τον πύργο.
Ο περίβολος
Ο πύργος περιβάλλεται από τείχος που στο μεγαλύτερο μέρος του σώζεται σε ύψος άνω του ενός μέτρου. Το τείχος παρουσιάζει λιθοδομή όμοια με αυτή του πύργου και πιθανώς χτίστηκε πριν την τουρκοκρατία. Το σχήμα του είναι περίπου τετράγωνο με τις Δ και Α πλευρές να είναι μεγαλύτερες κατά 3 μέτρα. Αν και η μέτρηση λόγω των πρακτικών δυσκολιών πρόσβασης πιθανόν να μην είναι απόλυτα ακριβής, οι Α και Δ πλευρές βρέθηκαν να έχουν μήκος 29 μέτρα και οι Β και Ν 24 μέτρα. Οι τέσσερεις ευθείες πλευρές είναι κάθετες μεταξύ τους χωρίς το τείχος να ακολουθεί κάποιο σχηματισμό του εδάφους (φαινόμενο όχι και τόσο συνηθισμένο στη φράγκικη αρχιτεκτονική στην Ελλάδα). Ο περίβολος αγκαλιάζει περιμετρικά τον πύργο ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο του. Το πάχος του τείχους αυτού είναι 1,40-1,50 μέτρα σε όλο το μήκος του και χάρη στο πάχος αυτό θα ήταν δυνατό να φέρει περίδρομο.
Πρόκειται για απλό τείχος χωρίς κάποιες ενδείξεις για προεξοχές (μικρούς πύργους, προμαχώνες) σε αυτό και δίχως θυρίδες τουλάχιστον στο ύψος που σώζεται. Μετρώντας από το εσωτερικό του περιβόλου, το μέγιστο σωζόμενο ύψος είναι 2,70 μέτρα. Από την εξωτερική πλευρά είναι τουλάχιστον 1,50 μέτρα μεγαλύτερο, φτάνοντας τα 4,20 μέτρα. Καλύτερα διατηρημένη είναι η δυτική και νότια πλευρά όπου και διακρίνεται η ιδιαίτερη τοιχοποιία του (ποταμίσιες πέτρες λίγο κατεργασμένες με παρεμβολές από θραύσματα κεραμιδιών. Η είσοδός του περιβόλου αυτού πιθανώς βρισκόταν στη νότια πλευρά στο σημείο που αυτή συναντιέται με τη δυτική, καθώς είναι το μόνο πλήρως ισοπεδωμένο σημείο και δεν φαίνεται να υπήρχε κάποιο άλλο άνοιγμα σε άλλο μέρος του περιβόλου. Στην Πελοπόννησο με την εξαίρεση μεταγενέστερου πύργου της Τουρκοκρατίας στην περιοχή του Κιβεριού, πιθανώς αποτελεί μοναδικό παράδειγμα σωζόμενου περιμετρικού περιβόλου οχυρού πύργου.
Ο πύργος
Ο πύργος έχει τετράγωνη βάση ελαφρώς παράγωνη. Δηλαδή αποτελείται από τέσσερεις πλευρές σχεδόν ισομήκεις. Το μήκος της Δ και Α πλευράς εξωτερικά είναι 9,5 μέτρα και της Β και Ν 8,50 μέτρα. Βρίσκεται στο κέντρο του περιβόλου και οι πλευρές του περίπου ισαπέχουν από τις πλευρές του περιβόλου και είναι παράλληλες αυτών . Δηλαδή οι πλευρές του είναι προσανατολισμένες προς τα σημεία του ορίζοντα. Το πάχος του τοίχου είναι 1,50 μέτρα στη βάση και 1,45 στο μέγιστο σωζόμενο ύψος. Το εσωτερικό εμβαδόν του πύργου στη βάση του είναι περίπου 35 τ.μέτρα. Παρατηρώντας τις διαστάσεις του καθίσταται σαφές ότι είναι αισθητά μεγαλύτερος από άλλους μεσαιωνικούς πύργους της γύρω περιοχής (Παυλόκαστρο, Πύργος στα δυτικά του Σανταμεριού, Νότια του Σανταμεριού, Γυφτόκαστρο, Πύργος Κουνουπελίου).
Δυστυχώς σήμερα ο πύργος δεν διατηρείται στο αρχικό του ύψος. Βάσει μαρτυρίας χωριανού, στο παρελθόν αποτελούσε τριώροφο οικοδόμημα, ψηλότερο από τα υπόλοιπα του χωριού. Μάλιστα σύμφωνα με τον ίδιο ήταν διακριτός από την κωμόπολη της Κ. Αχαΐας. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει αν λάβουμε υπόψη μας το πάχος της τοιχοποιίας στη βάση, και υπολογίζοντας χοντρικά (λαμβάνοντας υπόψιν πέτρινους πύργους στη Μάνη αντίστοιχης τεχνολογίας) ότι κάθε όροφος «απαιτεί» 50 εκατοστά πάχος. Η τοιχοδομία του πύργου με μερικώς κατεργασμένες πέτρες μεγαλύτερες στη βάση και σταδιακά μικρότερες ανεβαίνοντας και συχνή χρήση κεραμικών θραυσμάτων, τον κατατάσσει με ασφάλεια στη μεσαιωνική περίοδο. Σήμερα σώζεται σε ύψος 5,3 μέτρων.
Εντύπωση προκαλούν οι γωνιόλιθοι της κατασκευής του πύργου, τα λεγόμενα κλειδιά. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα παλιά πέτρινα σπίτια του οικισμού που φέρουν γωνιόλιθους μέσου μεγέθους και μικρού βάθους από λευκή πέτρα, ο πύργος φέρει πολύ μεγάλους γωνιόλιθους από ξανθό ασβεστόλιθο, άριστα κατεργασμένους σε ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο σχήμα. Ένας από αυτούς έχει διαστάσεις 85 x 48 x 48 εκατοστά. Κάποιοι βρίσκονται σήμερα ριγμένοι μαζί με πολλούς άλλους λίθους στον περίβολο του. Ακόμα μεγαλύτερος αριθμός γωνιόλιθων βρίσκεται σε δεύτερη χρήση σε μεταγενέστερο κτίσμα εφαπτόμενο στη δυτική πλευρά του πύργου. Στο εσωτερικό του πύργου υπάρχει πληθώρα λίθων που έχουν καταπέσει από την τοιχοποιία, οι οποίοι καθιστούν αδύνατο τον προσδιορισμό της στάθμης του κτίσματος, προκειμένου να διαπιστωθεί το βάθος του, καθώς και αν το ισόγειο χρησίμευε ως κιστέρνα (ταμιευτήρας βρόχινου ύδατος) ή ως αποθηκευτικός χώρος.
Μέχρι το σωζόμενο ύψος δεν υπάρχει κάποιο άνοιγμα (πόρτα ή παράθυρο). Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η είσοδος του πύργου ήταν σε ανώτερο επίπεδο και η πρόσβαση σε αυτή γινόταν με σκάλα πέτρινη (σχετικά ερείπια δεν υπάρχουν στο χώρο) ή το πιθανότερο ξύλινη. Αυτή εξάλλου ήταν και η πρακτική σε στρατιωτικούς πύργους και οχυρές κατοικίες μέχρι τον 19ο αιώνα στον Ελλαδικό χώρο. Στο εσωτερικό του πύργου δεν υπάρχουν μεγάλες θυρίδες υποδοχής ξύλινων δοκών στην τοιχοποιία γεγονός που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι μέχρι το υπάρχον ύψος δεν υφίστατο ξύλινο πάτωμα ορόφου, οπότε και η είσοδος βρισκόταν ακόμα ψηλότερα. Στη δυτική πλευρά του πύργου σήμερα υπάρχει ρήγμα από όπου είναι δυνατή η είσοδος στο εσωτερικό αυτού. Το ρήγμα αυτό μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι είναι μεταγενέστερο και δημιουργήθηκε προφανώς για τη φύλαξη ζώων όταν ο πύργος είχε πλέον εγκαταληφθεί.
Σήμερα ο χώρος του εσωτερικού του πύργου και του περιβόλου του είναι κατάφυτος με άγρια βλάστηση που δυσκολεύει ιδιαίτερα την πρόσβαση. Αυτή γίνεται από τη νότια πλευρά από δρόμο ανάμεσα από σπίτια του χωριού. Από όλες τις άλλες πλευρές ο περίβολος συνορεύει με τις πίσω αυλές σπιτιών καθιστώντας την είσοδο από νότια μοναδική.
Posted in Κάστρα και πύργοι
Leave a comment
Κατάκτηση Μορέα – Φράγκικος Περίπατος
Το 1205 ξεκινάει η κατάκτηση του Μορέα από τις δυνάμεις του Γουλιέλμου Σαμπλίττη (Καμπανέσης) και του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου (Μισίρ Ντζεφρές). Ο στρατός τους αποτελείται από 100 ιππότες και 400-500 ετοιμοπόλεμους και έμπειρους στρατιώτες πολλοί εκ των οποίων έχουν συμμετάσχει και στην άλωση της Κωσταντινούπολης ενα χρόνο πριν [1]. Απέναντί τους θα βρουν φρουρές κάστρων και τους προσωπικούς στρατούς των τοπικών Αρχόντων όπως του Λέοντα Σγουρού και του Λέοντα Χαμάρετου, επαρχιακές δυνάμεις οι οποίες ειναι άπειρες και σχεδόν σίγουρα όχι καλά εξοπλισμένες.
” ὁ τόπος ὅλος τοῦ Μορέως, ὅσος καὶ περιέχει
τὸ λέγουν Πελοπόννεσον, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
οὐδὲν εἶχεν καταπαντοῦ, μόνον δώδεκα κάστρη”
Τα δώδεκα βυζαντινά κάστρα που σύμφωνα με το ”Χρονικόν του Μορέως” πρέπει να αλωθούν προκειμένου οι Φράγκοι να γίνουν κύριοι του Μορέα πιθανότατα είναι: 1.Κορίνθου 2.Λάρισσας (Άργους) 3.Ναυπλίου 4.Πάτρας 5.Αρκαδίας (Κυπαρισσίας) 6.Ποντικόκαστρο 7.Κορώνης 8.Καλαμάτας 9.Βελιγοστής 10.Νικλίου 11.Λακεδαιμονίας (Σπάρτη) 12.Μονεμβασίας. Στην περίοδο που εξετάζουμε, ο όρος ”κάστρο” δηλώνει πλέον φυσικά ή τεχνητά οχυρούς οικισμούς και ταυτίζεται και με τον όρο ”πόλις” [2], ενώ με τον όρο ”καστρηνοί” που χρησιμοποιείται σε έγγραφα της εποχής (Υπομνηστικόν, Μιχαήλ Χωνιατη) περιγράφονται οι κάτοικοι, συνήθως υψηλής κοινωνικής τάξης, που ζουν εντός των τειχών οχυρής πολης [3].
Η κατάκτηση του Μορέα μπορεί να χωριστεί σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο που διαρκεί ενα χρόνο 1205-1206, οι Φράγκοι υπο την ηγεσία του Γουλιέλμου Σαμπλίττη κατακτούν και εδραιώνονται στο δυτικό τμήμα της Πελοπονήσου. Ακολουθούν μια πορεία παραθαλάσσια, έχοντας και υποστήριξη ναυτικής δύναμης, αποφεύγοντας την ορεινή ενδοχωρα. Μόνο στο τελυταίο στάδιο της εκστρατείας και αφού νικήσουν στην μοναδική μάχη εκ παρατάξεως τις Ρωμαϊκες (βυζαντινες δυνάμεις) θα στραφούν και προς την ενδοχώρα (πολιορία Αρακλόβου). Σύμφωνα με το Χρονικόν, τα περισσότερα κάστρα παραδίδονται εύκολα ύστερα από συμφωνίες για σεβασμό της ζωής, της περιουσίας και της πίστης των κατοίκων. Mερικά προβάλλουν ασθενή αντίσταση και παραδίδονται μετά απο πολιορκία μερικών μόνο ημερών μόλις δηλαδή διαπιστώσουν την πολεμική ανωτερότητα των Φράγκικων δυνάμεων.
Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, τὰ τριπουτσέτα ἐστῆσαν
καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐκ τὸ ἕνα μέρος ἔδερναν μετὰ τῶν τριπουτσέτων,
κι ἀπὸ τὴν ράχην κ᾿ ἔμπροστεν ἦσαν οἱ τζαγρατόροι.
Κι ὡς εἴδασιν οἱ Ἀρκαδινοὶ ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον,
τὸν πόλεμον τὸν δυνατὸν ὅτι οὐκ ἠμποροῦν βαστάζει,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὁ πόλεμος νὰ πάψῃ·
Το μικρό κάστρο του Αρακλόβου (δευτερεύουσας σημασίας οχύρωση στη σημερινή Γορτυνία) είναι το μόνο που καταφέρνει να αντέξει περισσότερο προβάλοντας σθεναρή αντίσταση σε αυτήν την πρώτη φράγκικη επέλαση, υπό την ηγεσία του τοπικού άρχοντα Δοξαπατρή Βουτζαρά το όνομα του οποίου θα διασωθεί στη λαϊκη παράδοση. Η Αραγωνική παραλλαγή του ‘Χρονικού του Μορέως‘, που ειναι μεταγενέστερη της ελληνικής, του αποδίδει μάλιστα υπερφυσικές δυνάμεις – κανένας δέ μπορει να σηκώσει το ρόπαλό του ενώ ο θώρακάς του ζυγίζει περισσότερο απο 150 λίτρες [4].
νὰ στείλουν κ᾿ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν δρόγγον,
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι,
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον·
λέγουν ὁ κάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες,
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι·
Στο δεύτερο κατακτητικό στάδιο που διαρκεί από το 1210-1212 υπό την ηγεσία πλέον του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου, οι Φράγκοι υποτάσσουν ολόκληρο πλέον το Μορέα πλην της καστροπολιτείας της Μονεμβασίας. Τα κάστρα της Βελιγοστής, του Νικλίου και της Λακεδαιμονίας προβάλλουν ασθενή αντίσταση και υποκύτπουν μέσα στο 1210 μετά από σύντομες πολιορκίες. Από την άλλη τα κάστρα του Ακροκορίνθου, Λαρισσού ( Άργους), και Ναυπλίου υποκύπτουν ύστερα από πολυετή πολιορκία και με τη βοήθεια και του Βενετικού στόλου (Εικ3).
Αὐτὸν καὶ μόνον τὸν πόλεμον ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν.
Η μοναδική εκ παρατάξεως μάχη κατά τη διάρκεια αυτών των εκστρατειών δίδεται στην περιοχή που φέρει την ονομασία ελαιώνας του Κούντουρα (1205) και βρίσκεται σε άγνωστο σημείο της πεδιάδας της Μεσσηνίας [5,6]. Η τοποθεσία της μάχης επιλέγεται από τους Φράγκους ύστερα από υπόδειξη Ρωμαίων (Βυζαντινών) συμμάχων τους που γνωρίζουν την τοπική μορφολογία προκειμένου να ευνοήσει την κατά μέτωπο επέλαση των έφιππων ιπποτών [6]. Η δύναμη των Φράγκων είναι μεταξύ 500 (Χρονικόν Μορέως) και 700 (Χρονικό Βιλεαρδουίνου) ιππέων.
” Ἐκεῖσε ἐπαρεσύρθησαν, τὸ λέγουν Κηπησκιάνους,
ὅπου τὸ κράζουν ὄνομα στὸν Κούντουραν ἐλαιῶνα”
”Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς τὸ ἐμάθασιν πάλε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους,
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ᾿ αὐτοὺς κ᾿ ἐξεύρασιν τοὺς τόπους,
ἐκεῖ τοὺς ἐπαρέσυραν, ἦλθαν καὶ ηὕρανέ τους
καὶ πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι”
Απέναντι στους Φράγκους παρατάχθηκε η δύναμη των Ρωμαίων (4000 με 5000 πεζοί και ιππείς) αποτελούμενη από τις φρουρές του Νικλίου, της Βελιγοστής και της Λακεδαιμονίας όπως επίσης και από τις δυνάμεις των Μηλιγγών του Ταϋγέτου, οι οποίοι πολεµούν πεζοί. Πιθανόν ο Ρωμαϊκός στρατός είναι υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Α΄ Κοµνηνού Δούκα (1204-1214), του ιδρυτή του κράτους της Ηπείρου ο οποίος προσπαθεί να επεκτείνει τα εδάφη του νεοσυσταθέντος κράτους του στον Μορέα. Οι δυνάμεις που συγκεντρώνονται υπερέχουν αριθμητικά κατά πολύ της Φράγκικης δύναμης (500-700 ιππείς) μεν αλλά είναι αμφίβολης μαχητικής αξίας χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση και με ελλιπή εξοπλισμό [6]. Παρόλες τις αδυναμίες, παρασυρμένοι από την φαινομενική τους υπεροχή επιτείθονται πρώτοι αγνοώντας τις οδηγίες των στρατιωτικών εγχειριδίων όπως το Στρατηγικόν του Αυτοκράτορα Μαυρίκιου, που συμβουλεύει πως ”ένας σοφός διοικητής πρέπει να αποφεύγει μάχη εκ παρατάξεως με τον εχθρό εκτός και αν παρουσιαστεί μια μοναδική ευκαιρία και πλεονέκτημα” συνθήκες που δεν ισχύουν στην προκειμένη περίπτωση καθώς η τοποθεσία της μάχης έχει ήδη επιλεγεί από τον αντίπαλο.
Μὲ προθυμίαν ἀρχάσασιν τὸν πόλεμο οἱ Ρωμαῖοι,
διατὶ ὀλίγους τοὺς ἔβλεπαν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν.
Η μάχη καταλήγει σε πανωλεθρία για τις Ρωμαϊκές (βυζαντινές) δυνάμεις. Θα περάσουν δεκαετίες προτού Ρωμαϊκός στρατός ξαναντιμετωπίσει Φράγκους ιππότες στον Μορέα.
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν ἐτότε ἐκεῖν᾿ οἱ Φράγκοι·
ὅλους ἐκατασφάξασιν, ὀλίγοι τοὺς ἐφύγαν.
ΥΓ: Το κάστρο Αράκλοβο δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα. Υπάρχει ένας αριθμός κάστρων στην περιοχή της Γορτυνίας που πιθανολογούνται να είναι το Αράκλοβο του Χρονικού.
Αναφορές
[1]. Runciman S., Mistra: Byzantine Capital of the Peloponnese. Thames & Hudson Ltd 1980, 1st edition.
[2]. Ostrogorsky G., Byzantine Cities in the Early Middle Ages, DOP 13 (1959), p 62, 65-66.
[3]. Παπαγεωργίου Α., Το υπομνηστικόν του Μιχαήλ Χωνιάτη και οι Καστρηνοί, Bυζαντινά Σύμμεικτα 18, (2008), 159-169.
[4]. Miller W., The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204-1566).
[5]. Bon Α., La Morée Franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’ Achaïe (1205-1430), Paris 1969, p.421-422.
[6]. Κορδώσης Μ. Σ., Η κατάκτηση της νότιας Ελλάδας από τους Φράγκους. Ιστορικά και
τοπογραφικά προβλήµατα, Ιστορικογεωγραφικά 1 (1986), 102.
Πηγές
Χρονικόν του Μορέως, Ελληνική παραλλαγή (13ος αι.), έκδοση Π.Καλονάρου, Αθήνα, 1940.
Μιχαήλ Χωνιάτης, Υποµνηστικόν, έκδ. Σπ. Π. Λάμπρος, Μιχαὴλ Ἀκοµινάτου τοῦ
Χωνιάτου, Τὰ σωζόµενα, τ. 1, Αθήνα 1879, 311.1-15
The chronicle of Geoffry de Villehardouin, Marshal of Champagne and Romania concerning the conquest of Constantinople, by the French and Venetians, anno M.CCIV., Translated by T. Smith, William Pickering, London, 1829.
Μαυρίκιος-Στρατηγικόν, Dennis G.T., Vienne, 1981.
Εικόνες
Εικ1. Μπρούτζινο Άγαλμα Ιππότη μέσα 13ου αι., The Metropolitan Museum of Art, Medieval Collection New York.
Εικ2. Απόκομμα από Γαλλικό χειρόγραφο ‘The Romance of Alexander’ εικονογραφημένο από τον Φλαμανδό Jehan de Grise (1338-1344), Bodleian Library, Oxford UK
Εικ4. Xρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη. 12ος-13ος αιώνας. Madrid, Biblioteca Nacional.
Posted in Χρονικο Μορεως
Tagged τζαγγράτορες, Βιλεαρδουίνος, Φράγκοι, Χρονικό Μορέως, ελαιώνας του Κούντουρα, μηλιγγοι
Leave a comment
Οι 12 Βαρονίες
«Τέσσερα κάστρα αφέντη μας σε λείπουσιν ακόμη· /το πρώτο ένι η Κόρινθος, το δεύτερο το Ανάπλιν,το τρίτον ένι η Μονοβασιά, το τέταρτο το Άργος·/πολλά είν’ τα κάστρα δυνατά καλά σωταρχισμένα, /Με πόλεμον ούχ ημπορείς ποτέ σου να τα επάρης».
Το 1213 ο ”κατακτητικώ δικαιώματι” Πρίγκηπας της Αχαίας Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος (Geoffroi de Villehardouin Ι) έχει πλέον καταφέρει να θέσει υπό την κυριαρχία του το μεγαλύτερο μέρος της Πελοπονήσου (Μορέα) και να σταθεροποιήσει τη θέση του ως μοναδικού ηγεμόνα του Πριγκηπάτου [1]. Ήδη από το 1209 έχει προσεταιριστεί τους Φράγκους ευγενείς – ακολούθους ανταμείβοντάς τους με εδάφη και χρίζοντάς τους παράλληλα Βαρόνους και υποτελείς του λειτουργόντας αρχικά ως αντιπρόσωπος και στη συνέχεια ως διάδοχος του πρώτου Πρίγκιπα της Αχαϊας Γουλιέλμου Σαμπλίττη. Τα εδάφη αυτά αποτελούνται από πρώην αυτοκρατορικές και εκκλησιαστικές εκτάσεις όπως επίσης και απο εκτάσεις που ανήκαν σε εκείνους τους τοπικούς Άρχοντες-γαιοκτήμονες που είχαν αντισταθεί στην κατάκτηση και εν συνεχεία αναγκάστηκαν να ζητήσουν καταφύγιο κυρίως στο νεοιδρυθέν Ρωμαϊκο (Βυζαντινό) κράτος της Ηπείρου υπό τον Μιχαήλ Δούκα [2]. Το ”Χρονικόν του Μορέως” μας δίνει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη διοικητική οργάνωση και δαίρεση των κατακτημένων εδαφών του Φράγκικου Μορέα.
«Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης,/ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε,/στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε,
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Ἀπαύτου ἐδόθησαν ὁμοίως τοῦ μισὶρ Οὕγκου ἐκείνου
ντὲ Μπρίερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον·/εἰκοσιδύο καβαλλαρίων τὰ φίε τὸν ἐδῶκαν.
Τὸ παραλάβει τὲς προνοῖες ἔχτισε κάστρο ἐκεῖσε,/Καρύταιναν τ᾿ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ λέγουν πάλε.
Ἐκεῖνος υἱὸν ἐγέννησε, μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον/ἀφέντην τῆς Καρύταινας, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ρωμανίαν ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν τρίτος μπαροῦς ἐκεῖνος
μισὶρ Γυλιάμο τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη εἶχε Ἀλλαμάνος·/ἡ Πάτρα γὰρ τοῦ ἔγραφεν νὰ ἔχῃ καὶ ἀφεντεύῃ
μὲ ὅλην της τὴν διακράτησιν τοῦ ἐδόθη νὰ τὴν ἔχῃ.
Ἀπαύτου ἐδόθη ἡ μπαρουνία μισὶρ Μαΐου ἐκείνου·
ντὲ Μοῦς εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·/τὸ κάστρον τῆς Βελίγοστης καβαλλαρίων τεσσάρων
τὰ φίε νὰ τὰ ὑποκρατοῦν καὶ φλάμουρον βαστάζῃ.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν ἄλλος μισὶρ Γουλιάμος /νὰ ἔχῃ τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου κι αὐτὸ μὲ ἕξι φίε.
Ἄλλος πάλε ἀπὸ αὐτοῦ ἔγραφεν στὸ βιβλίον·
μισὶρ Γγιοῦν τὸν ἔλεγαν ντὲ Νιβηλὲ τὸ ἐπίκλην·/ἕξι φίε τοῦ ἐδόθησαν νὰ ἔχῃ εἰς τὴν Τσακωνίαν·
κάστρον ἔχτισεν ἐκεῖ, τὸ ὠνόμασεν Γεράκι./
Τὸν μισὲρ Ὄτον ντὲ Ντουρνᾶ ἐπρόνοιασεν ὡσαύτως
νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα καὶ φίε δέκα καὶ δύο./
Ἀπαύτου ἔγραφεν ὁμοίως ὁ μισὶρ Οὗγκος ντὲ Λέλε
νὰ ἔχῃ ὀχτὼ καβαλλαρίων φίε εἰς τὴν Βοστίτσαν·/ἀφῆκεν τὸ ἐπίκλην του, ντὲ Τσερπηνὴ ὠνομάστη.
Τοῦ μισὶρ Λούκα ἐδόθησαν τέσσαρα φίε καὶ μόνον,/τῶν Λάκκων τὴν περιοχὴν νὰ ἔχῃ τῶν Γριτσένων.
Τοῦ μισὶρ Ντζᾶ γὰρ ντὲ Νουηλὴ ὁ Πασαβὰς τοῦ ἐδόθη/καὶ τέσσαρα φίε νὰ κρατῇ, φλάμουρον νὰ βασταίνῃ,
νὰ ἔνι πρωτοστράτορας, νὰ τὸ ἔχῃ ἰγονικόν του./
Τοῦ μισὶρ Ρουμπέρτου ντὲ Τρεμουλᾶ τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τὴν Χαλανδρίτσαν ἔχτισεν κ᾿ ἐλέγαν τον ἀφέντην».
Οι Βαρόνοι της Πάτρας, Καλαμάτας και Νικλίου χρησιμοποιούν τα ήδη υπάρχοντα κάστρα ενώ οι υπόλοιποι άρχοντες χτίζουν νέα κάστρα αλλά και δευτερεύουσες οχυρώσεις (πύργους) στα σύνορα των εδαφών τους [3]. Η τοποθεσία της κάθε Βαρονίας είναι επιλεγμένη με τέτοιον τρόπο ώστε να προστατεύει τα πλούσια εδάφη του Πριγκηπάτου όπως αυτά της εύφορης και πεδινής Ηλείας, όπου βρίσκεται και η πρωτεύουσα Ανδραβίδα αλλά και το σημαντικό λιμάνι της Γλαρέντζας (Clarence), της Μεσσηνίας και της πεδιάδας του Ευρώτα στη Λακωνία.
Τα κάστρα καταλαμβάνουν στρατηγικής σημασίας τοποθεσίες ελέγχοντας κυρίως άξονες επικοινωνίας και εμπορίου που σε καιρό πολέμου μετατρέπονταν σε πιθανές διόδους εισβολής. Εκτός των εξωτερικών εχθρών ο στρατηγικός σχεδιασμός του Γοδεφρείδου έχει σαν στόχο να ελέγξει και να περιορίσει και τις ημιαυτόνομες και άγριες ορεσίβιες φυλές των Μηλίγγων, των Τσακώνων, των Μανιατών και των Σκορτών. Τέτοιος πρέπει να ήταν και ο ρόλος των Βαρονιών του Γερακίου, Πασσαβά, Γρίτζενας, Καλαμάτας και Νικλίου των οποίων τα κάστρα καταλάμβαναν περάσματα (κλεισούρες) μέσω των οποίων διέρχονταν κατά τις επιδρομές τους οι φυλές των βουνών.
Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των κάστρων που κατασκευάζουν οι Φράγκοι αυτή την περίοδο στον Μορέα ειναι κατα κανόνα μικρότερο/η από τα αντίστοιχα κάστρα που χτίζονται την ίδια περίοδο από τους Σταυροφόρους στη μέση αντατολή καθώς στην πλειοψηφία τους καταλαμβάνουν φυσικά οχυρές θέσεις λόγω του τοπικού αναγλύφου του εδάφους. Επίσης οι μικροί αριθμητικά στρατοί και ίσως και τα περιορισμένα υλικά μέσα των φεουδαρχών του Μορέα ειναι επιπρόσθετοι λόγοι που καθορίζουν την έκταση των κατασκευών αλλα και την σχετικά χαμηλή ποιότητα της λιθοδομής[4]. Εξαίρεση στα προηγούμενα αποτελεί το κάστρο του Χλεμουτσίου (Clermont) το οποίο προοριζόταν για Πριγκιπική κατοικία και για την την κατασκευή του οποίου χρειάστηκε να γίνει και κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας απο τον Πρίγκηπα Γοδεφρείδο [5] .
Εκτός από τις 12 υψηλές Βαρονίες, φέουδα σχηματίστηκαν και δόθηκαν τόσο στα ιπποτικά μοναχικά Τάγματα (Οσπιταλίων, Ναϊτών(Τέμπλου), Τευτόνων(Αλλαμάνων)) όσο και στον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο της Πάτρας και στους επισκόπους Ώλενας, Μεθώνης, Κορώνης, Βελίγοστης, Αμυκλίου και Λακαιδεμονίας.
«Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ὁσπιταλίου τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τοῦ Τέμπλου ἄλλα τέσσαρα φλάμουρον νὰ σηκώνῃ·/εἴθ᾿ οὕτως γὰρ ἐδόθησαν κι αὐτῶν τῶν Ἀλλαμάνων
τέσσαρα φίε τοῦ νὰ κρατοῦν στὰ μέρη Καλομμάτας./Τοῦ μητροπολίτη τῆς Πατροῦ μετὰ τοὺς κανονίκους
ὀχτὼ φίε καβαλλαρίων τοῦ ἔδωκαν νὰ ἔχῃ·/ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν,
καὶ τῆς Μεθώνης ἀλλὰ δὴ κ᾿ ἐκείνου τῆς Κορώνης/πρὸς τέσσαρα τοὺς ἔδωκαν μετὰ τοὺς κανονίκους·
εἶθ᾿ οὕτως τῆς Βελίγοστης κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ Ἀμυκλίου/ὅλοι πρὸς τέσσαρα εἴχασιν σὺν τῆς Λακοδαιμονίας».
Η πιο σημαντική όμως πολιτική κίνηση του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου ήταν οτι επέτρεψε στους τοπικούς Ρωμαίους (βυζαντινούς) Άρχοντες, που δεν είχαν προβάλλει αντίσταση στη διάρκεια της κατακτησης του Μορέα απο τους Φράγκους, να διατηρήσουν τα εδάφη τους ενσωματώνοντάς τους σταδιακά στην φεουδαρχική ιεραχία στην χαμηλότερή της τάξη (σεργέντες) [6,7]. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι πως η χρήση του Ρωμαϊκού (βυζαντινού) όρου ‘πρόνοια‘, στο ‘Χρονικό‘ γίνεται κυρίως όταν ο αφηγητής αναφέρεται σε γη που εχει αποδοθεί στους Ρωμαίους (βυζαντινούς) άρχοντες, όπως στην τελευταία γραμμή του αποσπασματος του ‘Χρονικού‘ που παρατείθεται, ενώ γίνεται χρήση του αντίστοιχου όρου ‘φίε‘ όταν γίνεται αναφορά σε Φράγκους φεουδάρχες. Μια τέτοια επιλεκτική χρήση των όρων πιθανόν υποδηλώνει πως στη διοικητική οργάνωση του Πριγκηπάτου διατηρήθηκε και μια παράλληλη ιεραρχία βασισμένη στην πρότερη Ρωμαϊκή, που διέπονταν απο ιδιαίτερους κανόνες που εφαρμοζόταν αποκλειστικά σε θέματα που αφορούσνα την τάξη αυτή (των ‘αρχόντων’) των υπηκόων του Πρίγκηπα καθορίζοντας παράλληλα τη σχέση τους με αυτόν [8].
«Ἐτοῦτοι ὅλοι, ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω κι ὀνομάζω,/εὑρέθησαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Καμπανέση ἐκείνου
ἐγράφου εἰς τὸ ρουντζέστρο του, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι./Οἱ καβαλλάριοι, ὅπου εἴχασιν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας,
καὶ οἱ σιργέντες ἀλλὰ δή, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι,/οὐδὲν τοὺς ὀνομάζομεν διὰ τὴν πολυγραφίαν».
Στην Εικ.3 επιχειρέιται να δοθεί μια πιθανή απεικόνιση της διοικητικής διαίρεσης του Μορέα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης από τους Φράγκους. Η έκταση των Βαρονιών βασίστηκε αφενός στο ”Χρονικόν του Μορέως” όπου δίδεται ο αριθμός των φέουδων απο τα οποία αποτελείται η κάθε Βαρονία και αφετέρου στην τοπική μορφολογία των εδαφών και στην τοποθεσία δευτερεύοντων φράγκικων πύργων και οχυρώσεων (όπου αυτά έχουν εντοπιστεί) σε κάθε περίπτωση. Χρωματισμένα με κόκκινο είναι τα εδάφη υπό την άμεση κυριαρχία του Πρίγκπηπα της Αχαϊας και των κατώτερων φεουδαρχών και προνοιάριων. Ορεινοί όγκοι άνω των 1000 μέτρων ειναι εσκεμμένα εκτός ορίων.
ΥΓ: Οποιαδήποτε εποικοδομητική πρόταση σχετικά με την περαιτέρω αναβάθμιση της ακρίβειας του χάρτη είναι καλοδεχούμενη.
ΥΓ2: Το Google earth χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την ακριβή τοποθέτηση των κάστρων αλλα και για την καλύτερη κατανόηση του ρόλου τους σε τοπικό επίπεδο. Για τα κάστρα της Βαρονίας της Βοστίτζας και της Γρίτζενας δε βρέθηκαν ερείπια ή ορατά σημάδια που να υποδηλώνουν την παρουσία τους. Στην περίπτωση του πρώτου κάστρου μια εκτίμηση μπορει να γίνει τοποθετώντας το σε οχυρή θέση στα περίχωρα της πόλης του Αιγίου ενώ στην περίπτωση της Βαρονίας της Γρίτσενας πιθανολογείται πως το κάστρο καταλάμβανε την τοποθεσία της αρχαίας ακρόπολης στην Καρδαμύλη.
Αναφορές
[1]. Steven Runciman (1980), Mistra: Byzantine Capital of the Peloponnese. Thames & Hudson Ltd, 1st edition p.13
[2]. Donal M. Nicol (1976), ‘Refugees, mixed population and local patriotism in Epiros and Western
Macedonia after the Fourth Crusade’, in Actes du xve Congr`es international
d’´etudes byzantines: Rapports i. Histoire. Athens, p. 3-33.
[3]. Jean A. Buchon (1845), Tome I, Mémoire sur la géographie politique de la principauté française d´Achaïe, p. 34-35
[4]. Kevin Andrews (1953), Castles of the Morea, Princeton, NJ. American School of Classical Studies at Athens.
[5]. Kristian Mollin (2001), Unknown crusader castles., Cambridge University Press, 1st edition.
[6]. Κenneth M. Setton (1976), The papacy and the Levant (1204-1571). The American philosophical Society, p.33
[7]. David Jacoby (1973), The Encounter of Two Societies: Western Conquerors and Byzantines in the Peloponnesus after the Fourth Crusade. The American Historical Review, Vol. 78, No. 4, pp. 873-906
[8]. Gill Page (2008), Being Byzantine: Greek identity before the Ottomans, Cambridge University Press, p. 194-195
Πηγές
”Χρονικόν του Μορέως”, Ελληνικό κείμενο.
Posted in Βαρονίες, Χρονικο Μορεως
Tagged Βαρονία, Βιλεαρδουίνος, Μήλιγγοι, Πρόνοια, Πριγκηπάτο Αχαϊας, Φράγκοι, Φεουδαρχια, Χρονικο Μορεα
5 Comments